- ἐναποκάμνω
- ἐναπο-κάμνω,A to be exhausted in,
ταῖς φυγαῖς J.BJ3.6.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταῖς φυγαῖς J.BJ3.6.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναποκάμνω — ἐναποκάμνω (Α) αποκάμνω σε κάτι, καταπονούμαι, καταβάλλομαι, κουράζομαι … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek